Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Περί της κατάστασης ανάγκης

Το διάταγμα που εγκαθιδρύει κατάσταση ανάγκης στη ναζιστική Γερμανία με αφορμή τη φωτιά που έβαλαν οι Ναζί στο Ράιχσταγκ

Τί είναι η νομική ρύθμιση της ‘κατάστασης ανάγκης’;

Είναι σύνηθες φαινόμενο στο γραπτό σύνταγμα ενός αστικού κράτους να βρίσκεται μία διάταξη που προβλέπει τη δυνατότητα να παρθούν έκτακτα μέτρα από την εξουσία -συνήθως την εκτελεστική, δηλαδή την κυβέρνηση- σε περίπτωση που πρέπει να αντιμετωπιστεί μία κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τη ρητή αναστολή ορισμένων διατάξεων του συντάγματος, και ορισμένων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται σε αυτές τις διατάξεις. Ως το 1996 τουλάχιστο 147 χώρες είχαν στο σύνταγμά τους μια τέτοια διάταξη.

Η κατάσταση ανάγκης, ή κατάσταση εξαίρεσης, ή κατάσταση πολιορκίας, ή στρατιωτικός νόμος, είναι μία έννοια του αστικού δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με την οποία η νομιμότητα μέσα σε ένα κράτος αναστέλλεται για να προστατευθεί η ίδια η νομιμότητα, και η τάξη. Ο ίδιος ο νόμος, δηλαδή, προβλέπει περιπτώσεις όπου παύει να ισχύει, ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί μία κατάσταση που απειλεί την ίδια του την ύπαρξη. Παράλληλα, η παράδοξη αυτή λειτουργία του δικαίου φανερώνει την άμεση σύνδεσή του με τη βία, η οποία σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κατασταλτική και εκλύεται σφοδρότερα από ποτέ.


Το θέμα είναι ποιος αποφασίζει για την ύπαρξη της κατάστασης ανάγκης. Στα αστικά δικαιικά συστήματα είναι παραδεκτό πως η δύναμη αυτή ανήκει στην εκτελεστική εξουσία, με τις άλλες δύο εξουσίες -νομοθετική και δικαστική- να ασκούν διακριτικό έλεγχο (πχ. τα δικαστήρια μπορεί να κάνουν έλεγχο της αναλογικότητας των μέτρων/μέσων που επιλέχθηκαν σε σχέση με το σκοπό). Αυτή η θέση επιβεβαιώνεται και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και σε νομολογία δικαστηρίων των κρατών μελών.

Στη θεωρία που διατύπωσε στο μεσοπόλεμο ο γερμανός θεωρητικός Καρλ Σμιτ, ο οποίος το 1933 έγινε μέλος των Ναζί, και συγκεκριμένα στο έργο του ‘Πολιτική Θεολογία’ του 1922, ταύτισε την έννοια του κυρίαρχου με αυτόν ο οποίος αποφασίζει για την ‘κατάσταση ανάγκης’. ‘Κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης’. Με μια πρώτη ματιά διακρίνουμε μία ταυτολογία σε αυτή την θέση. Αυτή η ταυτολογία διατυπώνεται στα εξής ζεύγη ερωτήσεων και απαντήσεων:

Ποιος αποφασίζει; Ο κυρίαρχος. Και ποιος είναι ο κυρίαρχος; Αυτός που αποφασίζει.

Πότε αποφασίζει ο κυρίαρχος; Όταν υπάρχει κατάσταση ανάγκης. Πότε υπάρχει μία κατάσταση ανάγκης; Όταν αποφασίσει ο κυρίαρχος.

Η κυκλική δομή αυτών των ερωταπαντήσεων είναι ενδεικτική του φορμαλισμού στον οποίο μένει προσδεδεμένη η θεωρία του Σμιτ[1]. Η Σμιτιανή θεωρία απαντά στην κλασσική φιλελεύθερη θεώρηση του αστικού δικαίου ως κλειστής ολότητας, που δεν επιδέχεται καθορισμό από εξωτερικές, μη-δικαιικές, δηλαδή πολιτικές, αποφάσεις. Επίσης, φανερώνει, όπως είδαμε, την σχέσης βίας και νόμου, η οποία συσκοτίζεται από την αστική ιδεολογία. Ο Σμιτ, όμως, αν και αναδεικνύει τη σχέση νόμου και βίας, την προσεγγίζει με ουδετερότητα, χωρίς να ρωτάει ποιος χρησιμοποιεί τη βία και για ποιους σκοπούς.

Για την ακρίβεια, ο κρατιστής και καθολικός Σμιτ υποστηρίζει πως ‘όλες οι έννοιες της σύγχρονης θεωρίας του κράτους είναι εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες’. Η εξαίρεση στη νομική θεωρία είναι ανάλογη του θαύματος στη θεολογία, και ο Κυρίαρχος είναι ανάλογος του παντοδύναμου Θεού και του εκπροσώπου του στη γη, του Πάπα. Βέβαια, ένας μαρξιστής μπορεί να διαβάσει πίσω από αυτή την σκοταδιστική θέση του Σμιτ, ότι το κυρίαρχο ιδεολογικό πεδίο του φεουδαρχικού εποικοδομήματος που ήταν το θρησκευτικό, έδωσε τη θέση του στο πολιτικο-νομικό πεδίο ως κύριο εκφραστή του καπιταλιστικού εποικοδομήματος.

Εξάλλου, ο Σμιτ είναι υπέρ της αυτονόμησης του πολιτικού και του μη καθορισμού του από εξωτερικούς παράγοντες όπως τα οικονομικά συμφέροντα. Μία ανάγνωση του έργου του Σμιτ ‘Η έννοια του πολιτικού’ θα μπορούσε, ίσως, να οδηγήσει στη θεώρηση της πολιτικής ως απλά μιας κατάστασης όξυνσης των αντιπαραθέσεων σε άλλο ορισμένο πεδίο -της οικονομίας, ή της θρησκείας- αλλά αυτό δεν σώζει την αντιδραστική φύση της θεωρίας του και την αντιδραστική χρήση της θεωρίας του από κριτικούς διανοούμενους και μετα-μαρξιστές (όπως ο Ερνέστο Λακλάου και η Σαντάλ Μουφ).

Η αυτονόμηση όμως του πολιτικού και η αναγωγή του στη σφαίρα της μεταφυσικής είναι και η ρίζα της αντιδραστικής θεωρίας του Σμιτ, που συσκοτίζει την αστική φύση της. Ο Σμιτ απαντά με τρόπο σκοταδιστικό και μένοντας εγκλωβισμένος στο φορμαλισμό, χωρίς να εισχωρεί στο περιεχόμενο της εκάστοτε απόφασης, ή να αναλύει τις ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες που την έκαναν αναγκαία. Πολύ δε περισσότερο, η θεωρία του Σμιτ δεν απαντά στο ερώτημα ‘ποιανού τα συμφέροντα εκπροσωπεί ο Κυρίαρχος’; Τα μέτρα που παίρνονται για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, προς όφελος τίνος παίρνονται; Ποια τάξη επωφελείται από την κήρυξη μιας κατάστασης ανάγκης;

Η ερώτησή μας στο ποιος είναι κυρίαρχος, δηλαδή, δεν απαντάται παρά μόνο όταν έχουμε μπροστά μας την ίδια την απόφαση υλοποιημένη  στα απτά μέτρα έκτακτης ανάγκης, και αφού την αναλύσουμε με βάση τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού και τη θεωρία της ταξικής πάλης. Μονάχα αν δούμε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως μία μορφή διακυβέρνησης, ως μία νομική ρύθμιση που εκφράζει τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής και τις συνακόλουθες κοινωνικές σχέσεις και συμβάλλει στην αναπαραγωγή τους, μπορούμε να απαντήσουμε στην ερώτηση τίνος τα συμφέροντα εξυπηρετούνται από τα μέτρα έκτακτης ανάγκης.

Μπορεί, λοιπόν, ο Σμιτ να υποστήριζε πως ο ρόλος του Κυρίαρχου στο κράτος είναι ο ρόλος του Κατέχοντος, αυτού που στη χριστιανική εσχατολογία συγκρατεί την έλευση του αντίχριστου, και το χάος που θα επακολουθήσει με την έλευσή του. Μπορεί ο Jacob Taubes, μιλώντας για την φαινομενική ουδετερότητα του ρόλου αυτού του κράτους, να αναφέρει πως ο Σμιτ το 1932 ήθελε η κατάσταση ανάγκης να κηρυχθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ώστε να αποφευχθεί η άνοδος των ‘δύο άκρων’, ναζιστών και κομμουνιστών. Αλλά, η ιστορία έδειξε πως ο αληθινός στόχος της θεωρίας της κατάστασης ανάγκης και της πολιτικής της εφαρμογής ήταν ένας: η αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος και η εξόντωση των κομμουνιστών. Τα δύο ‘αντι-συστημικά άκρα’ στην ουσία ήταν ένα, καθώς οι Ναζί ήταν γέννημα-θρέμμα του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα όταν, το Φλεβάρη του 1933, ο Χίτλερ, ήδη καγκελάριος της Γερμανίας, επικαλούμενος τη φωτιά του Ράιχσταγκ -την προβοκάτσια των Ναζί για την οποία κατηγορήθηκαν και δικάστηκαν κομμουνιστές- εισηγήθηκε στον Πρόεδρο Χίλτενμπουργκ την κήρυξη ‘κατάστασης ανάγκης’. Με αυτό τον τρόπο η νομική ασφαλιστική δικλείδα της αστικής τάξης, η αντιδραστική θεωρία του Σμιτ, και το ναζιστικό μόρφωμα, ενώθηκαν σε μια ιστορική συγκυρία που φανέρωσε το αληθινό πρόσωπο του καπιταλισμού.

Προτού εξετάσουμε τις διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος θα αρκεστούμε να αναφέρουμε πως η κατάσταση ανάγκης και η βία που εκλύεται σε αυτή είναι απλά η άλλη όψη του νομίσματος της κατάστασης νομιμότητας και κανονικότητας. Η κατάσταση ανάγκης επιβεβαιώνει απλά τα λόγια του Λένιν πως ‘δεν υπάρχει κράτος, ακόμα και το πιο δημοκρατικό, που να μην έχει στο Σύνταγμά του κάποια χαραμάδα ή επιφύλαξη που να παρέχει στην αστική τάξη το μέσο να ρίχνει το στρατό ενάντια στους εργάτες, να κηρύχνει το στρατιωτικό νόμο κτλ., «εις περίπτωσιν διασαλεύσεως της τάξεως», δηλαδή στην παραμικρή απόπειρα της εκμεταλλευόμενης τάξης ν’ αποτινάξει τη σκλαβιά της και να προσπαθήσει να εξασφαλίσει μιαν ανθρώπινη ζωή’. 

Η κατάσταση ανάγκης είναι απλά ακόμα ένα εργαλείο της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης για να αναπαράγει το σάπιο σύστημα των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης. Είναι, όπως θα δούμε, η ασφαλιστική δικλείδα που της επιτρέπει να χρησιμοποιήσει ωμή βία για την κατάπνιξη του εργατικού κινήματος.




[1] Αξίζει να αναφερθεί πως ο Σμιτ με τη θεωρία του απαντούσε στην φορμαλιστική ‘καθαρή’ θεωρία του δικαίου του Αυστριακού θεωρητικού Χανς Κέλσεν. Ο Κέλσεν υποστήριζε πως το δίκαιο είναι ένα επιστημονικά συγκροτημένο σύστημα, ένα αυτοτελές σύνολο ιεραρχούμενων κανόνων, αυστηρά διαχωρισμένο από κάθε έννοια πολιτικής απόφασης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα ανώνυμα σχόλια δεν δημοσιεύονται. Δεν δημοσιεύονται σχόλια τα οποία θεωρούμε ότι δεν ανταποκρίνονται στην δική μας αντίληψη διαλόγου. Δεν γίνεται αποδεκτός αντικομμουνιστικός, φασιστικός, ρατσιστικός οχετός, καθώς και σχόλια προβοκατόρικου χαρακτήρα κάθε είδους. Οι διαχειριστές θεωρούν δικαίωμά τους την διαγραφή ή μη δημοσίευση οποιουδήποτε σχολίου κατά την κρίση τους και χωρίς υποχρέωση περαιτέρω εξηγήσεων.