Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Χρήσης γης και ταξικότητα του νόμου


Σε αυτή την ανάρτηση θα ασχοληθούμε με την ταξικότητα του νόμου (και του κρατικού μηχανισμού γενικότερα) και τη χρήση γης. Αφορμή για αυτή την ανάλυση αποτελεί το σχέδιο νόμου για την ‘Οριοθέτηση, Διαχείριση και Προστασία Αιγιαλού και Παραλίας’ καθώς και μια σειρά άρτι ψηφισθέντων νόμων που αφορούν τη χρήση γης, όπως το νομοσχέδιο για τη Χωροταξική και Πολεοδομική Μεταρρύθμιση-Βιώσιμη Ανάπτυξη’ και το άμεσα συνδεδεμένο με αυτό ‘Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας-Αττικής’. Στόχος μας είναι να αναδείξουμε τα αδιέξοδα της ‘κριτικής’ θεώρησης του δικαίου που επιχειρεί να αναλύσει τη νομοθεσία της ‘μνημονιακής περιόδου’ με όρους ‘έκτακτης ανάγκης’ ως εμπίπτουσα σε μία ‘παρεκκλίνουσα’ μορφή κανόνων δικαίου. Ισχυριζόμαστε πως πρόκειται για μια εξίσου φορμαλιστική ανάλυση η οποία, ακριβώς επειδή μένει στο επίπεδο της μορφής του δικαίου χωρίς να εμβαθύνει στις κοινωνικές συνθήκες που καθορίζουν αυτή τη μορφή, δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα στο εργατικό κίνημα.



Ένα παράδειγμα τέτοιας ανάλυσης μπορείτε να βρείτε εδώ. Η ανάλυση είναι ενδελεχής και εντοπίζει τα κύρια ζητήματα που ανακύπτουν στο κείμενο της διάταξης. Συνοπτικά, γίνεται αναφορά στη λειτουργία του νόμου 2971 του 2001 ως προοικονομίας του σημερινού νομοσχεδίου. Πιο συγκεκριμένα,  οι αιγιαλοί και οι παραλίες και στοιχεία όπως η θάλασσα και τα ελεύθερα ρέοντα ύδατα, θεωρούνται από την παραδοσιακή νομική θεωρία (τη νομική δογματική θα λέγαμε εμείς) συνταγματικά προστατευόμενα (άρθρο 24 Σ), πράγματα εκτός συναλλαγής (άρθρο 967 επ. ΑΚ), ανεπίδεκτα εκμετάλλευσης και προοριζόμενα για κοινή χρήση. Η κοινή χρήση και απόλαυση των παραπάνω πραγμάτων, χωρίς εμπόδια ιδιωτικών δικαιωμάτων, εκπορεύεται από το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας κάθε πολίτη (άρθρο 57 ΑΚ και άρθρο 5 Σ).

Παρόλαυτα, με τον νόμο 2971/2001 τα κοινά επαναπροσδιορίζονται τόσο από την πλευρά των ορισμών όσο και από αυτή του προορισμού τους. Για παράδειγμα, η παραλία από ζώνη παράλληλη στον αιγιαλό, όπου το επιτρέπει η γεωγραφία του εδάφους, τείνει να σημαίνει μια κάθετη ζώνη πρόσβασης στον αιγιαλό, όποτε αυτή κρίνεται απαραίτητη. Επιπρόσθετα, ήδη με τον νόμο 2971/2001 ρυθμίζεται λεπτομερέστερα η δικαιοδοσία του κράτους να παραχωρεί προς εκμετάλλευση αιγιαλούς και παραλίες (άρθρο 13 επ. Ν. 2971/2001), ενώ ο ίδιος νόμος προσδιορίζει τους παλαιούς αιγιαλούς ως ιδιωτική περιουσία του ελληνικού δημοσίου (άρθρο 2, παρ. 5, Ν. 2971/2001) και άρα ελεύθερα εκμεταλλεύσιμη, εντός συναλλαγής ιδιοκτησία. Ακόμη, όπως πολύ σωστά επισημαίνεται στο άρθρο, ως προορισμός της παραλίας, ως κοινόχρηστου αγαθού, τίθεται η ελεύθερη και ακώλυτη επικοινωνία της ξηράς με τη θάλασσα, τον ποταμό ή τη λίμνη (άρθρο 2, παρ. 3 σχεδίου νόμου). Έτσι το κοινόχρηστο αγαθό αποκτά εργαλειακή λειτουργία και μετατρέπεται σε εμπορικά εκμεταλλεύσιμη ζώνη πρόσβασης στη θάλασσα.

Εστιάζουμε, λοιπόν, στο πρόβλημα το οποίο εντοπίζεται στην κατακλείδα. Το πρόβλημα, σύμφωνα με αυτή την ‘κριτική’ θεώρηση του νόμου εντοπίζεται στη μορφή του νόμου, η οποία δεν είναι ρυθμιστική αλλά περιγραφική. Η βασική αντίθεση, όπως την εντοπίζουν οι συντάκτες, είναι αυτή ανάμεσα στον κανονιστικό λόγο ενός ιδεατού κανόνα δικαίου και στο διαχειριστικό χαρακτήρα που είναι εμφανής στην ακατάσχετη περιπτωσιολογία του προκείμενου νομοσχεδίου.

Τόσο ο νόμος όσο και η ανομία τίθενται έτσι υπό καθεστώς μόνιμης διαχείρισης και όχι αξιακής, δικαιϊκής εξέτασης. […] Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο, εκείνο που στερείται το σχέδιο νόμου για την Οριοθέτηση, διαχείριση και προστασία αιγιαλού και παραλίας για να μπορεί κανείς να συμμετάσχει σε ουσιαστική διαβούλευση για την προσαρμογή των ρυθμίσεών του είναι ο ίδιος ο κανονιστικός λόγος.

Συνεπώς, η έλλειψη κανονιστικού λόγου του συγκεκριμένου νομοσχεδίου έρχεται σε αντίθεση με την ιδεατή μορφή του κανόνα δικαίου, ο οποίος, σύμφωνα με τους συγγραφείς,

οφείλει να είναι μια ανοικτή δυνατότητα και όχι μια προαποφασισμένη πλήρως διαταγή. […] Η περιγραφικότητα του σχεδίου νόμου παραβλέπει την ίδια την κανονιστική, αναγκαία αφηρημένη, φύση της αξιακής νομικής προστασίας.

Όμως, σύμφωνα με τους συγγραφείς, η διαχειριστική μορφή του κανόνα δικαίου δεν είναι ασύνδετη με τη λειτουργία του ίδιου του νομοθετικού σώματος, το οποίο

μετατρέπεται πλέον σε μια διαχειριστική επιτροπή, η οποία δεν οργανώνει και κανονίζει την ποιότητα ζωής των πολιτών σύμφωνα με τους νόμους, την κοινωνική συναίνεση και το Σύνταγμα, αλλά ανακοινώνει και περιγράφει τους προειλημμένους τρόπους με τους οποίους εκχωρεί ακόμα και πράγματα που δεν μπορούν να ανήκουν, γιατί έχουν τεθεί εξ ορισμού εκτός συναλλαγής.

Η βαθύτερη αιτία των παραπάνω εντοπίζεται στη αλλαγή του μοντέλου διακυβέρνησης από την αξιακή κυβερνεία στην εξαιρετική διαχείριση, και ως συνήθως η αφήγηση αυτή περιλαμβάνει αναφορά και στις ‘νεοφιλελεύθερες πολιτικές’ που εκφράζονται από αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης.

Η περιγραφική μορφή του σχεδίου νόμου συναντάται όλο και πιο συχνά πλέον στη νομοθετική πράξη και ανήκει σε ένα είδος διακυβέρνησης, το οποίο έχοντας αξιολογήσει με δικά του κριτήρια πως διανύει μια περίοδο εξαιρετική, δεν λειτουργεί με αφηρημένα, εκ των προτέρων τεθειμένα αξιολογικά κριτήρια, αλλά ανακοινώνει κατά περίπτωση τις αποφάνσεις του με κείμενα που υποτίθεται ότι διαθέτουν τον χαρακτήρα της apriori τεθειμένης ρύθμισης. […] Αυτή κατανοείται στο γενικότερο νεοφιλελεύθερο μοντέλο αστικής δημοκρατίας, όπου η βασική ποιότητα της εξουσίας είναι η μετατροπή της πολιτικής και κοινωνικής φύσης της κυβερνείας σε μια διαχειριστική και απολιτική διευθέτηση.

Περνώντας στο ‘δια ταύτα’, ποια μπορεί να είναι η λύση σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση; Τι θα συνιστούσε μια ορθή ρύθμιση των κοινών, του δημοσίου χώρου, σε αντίθεση με τη διαχειριστική και απολιτική διευθέτηση; Η απάντηση που δίνεται από τους συγγραφείς είναι: ‘η μη περαιτέρω ρύθμιση ώστε ο δημόσιος χώρος να παραμένει ανοικτός σε όλες τις τροπικότητες που θα πραγματώσουν την κοινοχρηστία’.

Στην προσπάθειά μας να αναδείξουμε τα αδιέξοδα της φορμαλιστικής αυτής ανάλυσης θα ξεκινήσουμε ένα θεμελιώδες ζήτημα, το οποίο είναι και ζήτημα μεθοδολογικό, που βρίσκεται στη βάση όλων αυτών των αναλύσεων περί ‘εξαιρετικής κατάστασης’, ‘κράτους διαχειριστή’ και νεοφιλελεύθερων πολιτικών’. Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στη (Σμιτιανή) έννοια του πολιτικού, το οποίο είναι αυτόνομο, αποκομμένο από την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Ο αντι-διαλεκτικός και αντ-επιστημονικός αυτό χωρισμός καταδικάζει οποιαδήποτε ανάλυση σε φορμαλισμό και σε θέσεις όπως η παραπάνω, ότι τάχαμου η κυβερνεία έχει μετατραπεί σε απολιτική διευθέτηση.

Η αλήθεια, όμως, είναι πολύ διαφορετική και εκφράστηκε ξεκάθαρα από τον εισηγητή του ΚΚΕ, Σπ. Χαλβατζή, ο οποίος τόνισε, κατά την καταψήφιση από το ΚΚΕ του νομοσχεδίου για τη ‘Χωροταξική και Πολεοδομική Μεταρρύθμιση-Βιώσιμη Ανάπτυξη’, ότι ‘ο χωροταξικός σχεδιασμός δεν είναι ένα τεχνοκρατικό ζήτημα, αλλά βαθύτατα πολιτικό. Και πάντα μπαίνει το πολιτικό ερώτημα, χωροταξικός σχεδιασμός για ποιον’.

Η μορφή των συγκεκριμένων νομοσχεδίων δεν μπορεί να εξεταστεί αποκομμένη από το περιεχόμενό τους, το οποίο εξυπηρετεί τη βασική στρατηγική της αστικής τάξης στη βάση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης της χώρας, το οποίο έχει προσδιοριστεί με βάση τις ανάγκες του μονοπωλιακού κεφαλαίου για αναζήτηση νέων τομέων επιχειρηματικής δράσης που θα του αποφέρουν σίγουρο και γρήγορο κέρδος και θα το βοηθήσουν να ξεπεράσει τις δυσκολίες στην αναπαραγωγή του, δηλαδή την καπιταλιστική κρίση.

Ο στρατηγικός στόχος της αστικής τάξης προβλέπει τη μετατροπή της Ελλάδας σε κόμβο ενεργειακό και διαμετακομιστικό, την ανάπτυξη της τουριστικής δραστηριότητας, την αξιοποίηση του εγχώριου ορυκτού πλούτου, τη ναυτιλία και βεβαίως την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα. Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να εξετάσουμε τα νομοσχέδια που αφορούν τη χρήση γης και τα οποία είναι στο σύνολό τους απόλυτα ενταγμένα στους στόχους που προσδιορίζονται στο πλαίσιο της στρατηγικής ‘ΕΕ-2020’ και στις εξειδικεύσεις της που αφορούν στην Ελλάδα. Παράλληλα, συνδέονται και με την αξιοποίηση των κονδυλίων του ‘Εταιρικού Συμφώνου για το Πλαίσιο Ανάπτυξης’ (ΕΣΠΑ) 2014-2020 και ειδικότερα με την ‘ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη χωρική ανάπτυξη’.

Μόνο αν ληφθούν υπ’ όψιν οι παραπάνω παράμετροι μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση την οποία επικαλείται το παραπάνω άρθρο δεν είναι καθόλου απολιτική. Τουναντίον, η διαχειριστική ρύθμιση των κοινών και του χωροταξικού σχεδιασμού είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πορεία των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προωθούνται στα πλαίσια της ΕΕ, και ως εκ τούτου αποτελεί άμεση έκφραση της πολιτικής εξουσίας του Κεφαλαίου. Η διαχειριστική, και όχι αξιακή λειτουργία του νόμου, στην ουσία διευκολύνει την αλλαγή χρήσης της γης, και κατ’ επέκταση την ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίησή της, και τη συγκέντρωση γης σε όλο και λιγότερα χέρια. Παράλληλα, οι επίδοξοι επενδυτές, οι μονοπωλιακοί όμιλοι απαλλάσσονται από τους όποιους ελάχιστους περιορισμούς προβλέπονταν από την προηγούμενη αστική και πάλι νομοθεσία όσον αφορά τη δράση του κεφαλαίου.

Για να επιστρέψουμε στο επιχείρημά μας, τα παραπάνω καθιστούν φανερό πως η απόρριψη του διαλεκτικού υλισμού, της μαρξιστικής-λενινιστικής κοσμοθεωρίας, από την αυτοαποκαλούμενη ‘κριτική διανόηση’ εγκλωβίζει τις αναλύσεις αυτές σε μια φορμαλιστική και επιφανειακή ανάγνωση της λειτουργίας του κράτους και του νόμου. Το κοινοβούλιο αναφέρεται ως διαχειριστική επιτροπή και η μορφή του νόμου ως περιγραφική και όχι κανονιστική και η λειτουργία του ως διαχειριστική και όχι αξιακή.

Μα και τι άλλο είναι το νομοθετικό σώμα, αλλά και ο κρατικός μηχανισμός στην ολότητα του, παρά μια διαχειριστική επιτροπή των συμφερόντων της τάξης της οποίας την πολιτική εξουσία συγκεντρώνει και εκφράζει; Η αντι-διαλεκτική, φορμαλιστική ανάλυση συσκοτίζει το γεγονός πως η ίδια η μορφή του δικαίου καθορίζεται από τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, τα οποία με τη σειρά τους καθορίζονται από τη θέση τις στις σχέσεις παραγωγής και από τις συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης.

Με τη σειρά της η μορφή ενός συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, το επίπεδο αφαίρεσης μιας συγκεκριμένης ρύθμισης, καθορίζεται από το πόσο συγκεκριμένο ή αφηρημένο είναι το συμφέρον που η άρχουσα τάξη θέλει να προστατευθεί. Για παράδειγμα η άρχουσα τάξη ρυθμίζει με αφηρημένους κανόνες, ψηφισθέντες από το Κοινοβούλιο, το γενικό πλαίσιο χορήγησης οικοδομικών αδειών. Αλλά στην περίπτωση χορήγησης της οικοδομικής άδειας του ‘the Mall’, συμφερόντων Λάτση, η κατοχύρωση του συγκεκριμένο συμφέροντος έλαβε τη μορφή κανόνα δικαίου ψηφισμένου από το Κοινοβούλιο, ώστε να μην μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα της διοικητικής πράξης από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Στην παραπάνω περίπτωση ο κανόνας δικαίου έχει τη μορφή διοικητικής πράξης και όχι ενός αφηρημένου αξιακού κανόνα.

Το να αναζητούμε, λοιπόν, ως λύση, ο κανόνας δικαίου να ξαναγίνει ένα ανοιχτό πεδίο δυνατότητας είναι ανεδαφικό. Ο κανόνας δικαίου, ή για να δώσουμε έναν ταξικά ‘εμπλουτισμένο’ όρο, ο αστικός κανόνας δικαίου, ο αστικός νόμος είναι, και σε συνθήκες δικτατορίας της αστικής τάξης πάντα ήταν και πάντα θα είναι, το πεδίο της δυνατότητας. Για το Κεφάλαιο. Για τα μονοπώλια και την εξουσία τους.

Η αντι-διαλεκτική αποκοπή της μορφής από το περιεχόμενο, η ανάλυση του νομικο-πολιτικού εποικοδομήματος χωρίς αναφορά στις σχέσεις παραγωγής και την ταξική πάλη, όμως, είναι καταδικασμένη να μένει εγκλωβισμένη σε αδιέξοδα και αποπροσανατολιστικές θέσεις και συμπεράσματα. Αντίθετα, η μαρξιστική-λενινιστική έννοια δικτατορίας της αστικής τάξης αναδεικνύει το ταξικό περιεχόμενο του νόμου και του κρατικού μηχανισμού, που καθορίζεται από συγκεκριμένες συνθήκες των σχέσεων παραγωγής, όπως η καπιταλιστική ιδιοκτησία στη γη, στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, και η ανάπτυξη της παραγωγής με κριτήριο το ποσοστό κέρδους. Οι οικονομικές αυτές συνθήκες καθορίζουν την οικονομική και πολιτική κυριαρχία των μονοπωλίων, η οποία με τη σειρά της καθορίζει το ταξικό περιεχόμενο και τη μορφή της νομοθεσίας, και εν προκειμένω του χωροταξικού σχεδιασμού.

Εξάλλου, η οπορτουνιστική θέση ότι όλα αυτά τα νομοσχέδια που έρχονται σήμερα είναι τέκνα της κρίσης, των μνημονίων της τρόικας, συσκοτίζει το γεγονός πως τα συγκεκριμένα νομοσχέδια εκφράζουν την πολιτική που υπηρετεί το μεγάλο κεφάλαιο. Πολιτική που προωθείται διαχρονικά τόσο στην κρίση όσο και στην ανάπτυξη σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού απαντά στην ανάγκη των μονοπωλιακών ομίλων για θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και την ανακοπή της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους[1].

Η χρήση της γης για να είναι προς όφελος του λαού, για να ικανοποιεί τις λαϊκές ανάγκες, απαιτεί ένα ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, όπου τόσο η γη όσο και τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής θα αποτελούν κοινωνική ιδιοκτησία. Απαιτεί μια δικτατορία ποιοτικά διάφορη, τη δικτατορία του προλεταριάτου, όπου η παραγωγή θα αναπτύσσεται με κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο και βεβαίως με κριτήριο όχι το καπιταλιστικό κέρδος, αλλά την ικανοποίηση των διευρυμένων σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Μια ταξική δικτατορία που στοχεύει στην εξάλειψη των τάξεων και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.





[1] Άλλωστε διαχρονικά έχουμε ανάλογη νομοθεσία, όπως για παράδειγμα το ν.998/1979 της Νέας Δημοκρατίας, με τον οποίο τότε προσπάθησαν να αποδεσμεύσουν από τη δασική νομοθεσία περίπου 15 εκατομμύρια στρέμματα χορτολιβαδικών εκτάσεων. Στη συνέχεια, ήρθε ο ν. 1734/1987 του ΠΑΣΟΚ, ο γνωστός νόμος για τα βοσκοτόπια, με τον οποίο προσπάθησαν να αποδεσμεύσουν 40 περίπου εκατομμύρια στρέμματα δασικών εκτάσεων. Ακόμη και η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 του ΠΑΣΟΚ και ο ν. 3208/2003 ήρθε κατ' επιταγήν και στο όνομα της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης, διευκόλυνε παραπέρα την εμπορευματοποίηση των δασικών οικοσυστημάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα ανώνυμα σχόλια δεν δημοσιεύονται. Δεν δημοσιεύονται σχόλια τα οποία θεωρούμε ότι δεν ανταποκρίνονται στην δική μας αντίληψη διαλόγου. Δεν γίνεται αποδεκτός αντικομμουνιστικός, φασιστικός, ρατσιστικός οχετός, καθώς και σχόλια προβοκατόρικου χαρακτήρα κάθε είδους. Οι διαχειριστές θεωρούν δικαίωμά τους την διαγραφή ή μη δημοσίευση οποιουδήποτε σχολίου κατά την κρίση τους και χωρίς υποχρέωση περαιτέρω εξηγήσεων.