Σοβιετική γελοιογραφία που παρουσιάζει τους πυλώνες που στηρίζουν την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία: εξαπάτηση, εκλογικά εμπόδια δια της βίας, και δωροδοκία
Οι εκλογές πλησιάζουν και, όπως πριν από δύο χρόνια,
θα αρχίσουμε να ακούμε παροτρύνσεις για ‘ενωμένη αριστερά’, καλοθελητές να
εκλιπαρούν για συσπείρωση, όπως πριν δύο χρόνια σε ‘κυβέρνηση της αριστεράς’, και λοιπές συμβουλές ή
ερωτήσεις τέτοιου είδους. Όχι ότι σταμάτησε, δηλαδή, ποτέ αυτή η τακτική. Μόλις
πριν ένα μήνα η θέση αυτή εκφραζόταν με την
ανεδαφική και προβοκατόρικη ερώτηση ‘ποιον θα στηρίξει το ΚΚΕ αν στο β’ γύρο των
δημοτικών εκλογών είναι αντίπαλοι ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ με τον υποψήφιο του
ΧΑ’. Αλλά τι πάει να πει ‘ενωμένη αριστερά’ για ‘κυβέρνηση αριστεράς’; Τι πάει
να πει κυβέρνηση αριστεράς σε συνθήκες δικτατορίας της αστικής τάξης; Ακόμα και
αν ‘κυβερνούν’ οι ‘αριστεροί’, την εξουσία θα την έχει το Κεφάλαιο. Και αυτό
είναι πλέον ολοφάνερο, από τις ομιλίες του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ στις ΗΠΑ, και τη συμπόρευση με το ΣΕΒ.
Η προβοκατόρικη αυτή ρητορική είναι μία από τις
μορφές έκφρασης του φαινομένου του φετιχισμού της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το ιδεολογικό αυτό εργαλείο του κεφαλαίου συνοδεύεται από την πάσχουσα λογική
και πρακτική της ανάθεσης. Είναι η μικροαστική εκείνη αντίληψη του εγκλωβισμού
σε υπάρχοντα σχήματα, που εκφράστηκε στις εκλογές του 2012 με προβοκατόρικες
ερωτήσεις στη ΓΓ του ΚΚΕ, όπως, για παράδειγμα, ‘τι θα κάνετε αν κερδίσετε τις
εκλογές’, ‘γιατί δεν συμμαχείτε όπως το ’89 για να κυβερνήσει η αριστερά’; Σε
αυτές τις, εγκλωβισμένες στη λογική της ανάθεσης, ερωτήσεις, η ΓΓ απαντούσε: ‘Μα
οι αστοί θα είναι ακόμα εκεί και την επομένη των εκλογών. Το θέμα είναι τι θα
κάνετε εσείς. Ο λαός. Εκεί θα κριθεί η ταξική πάλη, στον τόπο εργασίας και όχι
στη βουλή και από καμία ‘κυβέρνηση Αριστεράς’.
Για να κατανοήσουμε πόσο αποπροσανατολιστικά για το
εργατικό κίνημα και πόσο επωφελή για τον καπιταλισμό είναι τα αιτήματα για
‘κυβέρνηση αριστεράς’, οφείλουμε να αναλύσουμε, συνοπτικά εδώ, τη μία από τις
μορφές του καπιταλιστικού εποικοδομήματος, την αστική κοινοβουλευτική
δημοκρατία. Είναι απαραίτητο να τονιστεί πως το κοινοβούλιο, τόσο πολύτιμο για
την αστική τάξη, δεν είναι αυτοσκοπός που πρέπει να βλέπεται έξω από ιστορικές
συνθήκες που το γέννησαν. Κάθε άλλο, είναι ένας θεσμός ο οποίος, όπως και ο
καπιταλισμός, είναι ξεπερασμένος και πρέπει να δώσει τη θέση του σε ανώτερες
μορφές πολιτικής οργάνωσης, τα εργατικά συμβούλια.
Η μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση του εποικοδομήματος
εξετάζει τις μορφές του στη διαλεκτική τους σχέση με την οικονομική βάση, τον
κυρίαρχο τρόπο παραγωγής σε ένα κοινωνικό σχηματισμό. Σύμφωνα με τις αρχές του ιστορικού
υλισμού, λοιπόν, βλέπουμε πως το νομικο-πολιτικό εποικοδόμημα αντανακλά τη
θέληση της άρχουσας τάξης, αλλά και την ένταση της ταξικής πάλης. Στην
παραδειγματική περίπτωση της Αγγλίας, το αστικό κοινοβούλιο ήρθε στη ζωή με τη
σύμπραξη της προηγούμενης άρχουσας τάξης, των ευγενών φεουδαρχών. Η κυριαρχία του
Κοινοβουλίου, βασική συνταγματική αρχή της Αγγλίας ακόμα και στις μέρες μας,
ήρθε στη ζωή μέσα από την ‘ένδοξη επανάσταση’ του 1688, που σήμανε τον ιστορικό
συμβιβασμό των δύο τάξεων.
Παρόλαυτα, ο ιστορικός συμβιβασμός χτίστηκε, και τότε
αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση, με το αίμα των φτωχότερων στρωμάτων, που
χύθηκε στον εμφύλιο πόλεμο για τη στιγμιαία εγκαθίδρυση της αστικής δημοκρατίας
του Κρόμγουελ. Οι ελάχιστες κατακτήσεις, οι οποίες αντανακλάστηκαν στο αστικό
εποικοδόμημα, κερδήθηκαν, με αίμα από το 1640, στο 1790, και από το 1850, στο 1917.
Ας μην ξεχνάμε πως ακόμα και η δημιουργία του κοινωνικού κράτους, του κράτους
προνοίας, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτέλεσε παραχώρηση υπό την πίεση της
ταξικής πάλης, του οργανωμένου εργατικού κινήματος, που ήδη ήταν νικηφόρο στο
1/3 του κόσμου. Το κοινωνικό κράτος, το οποίο αποτελεί το ιδανικό, τον χαμένο
παράδεισο για τους σημερινούς μας οπορτουνιστές-σοσιαλδημοκράτες, ήταν
αποτέλεσμα των θυσιών των εργατών και της υποχώρησης της αστικής τάξης υπό τον
φόβο επανάστασης. Το μοντέλο κεϋνσιανών πολιτικών που δοκιμάστηκε για την
αντιμετώπιση της όξυνσης της ταξικής πάλης λόγω της οικονομικής κρίσης του 1930
στις ΗΠΑ και εξαπλώθηκε ύστερα στην Ευρώπη, ήταν η άλλη όψη του φασιστικού
νομίσματος. Το αστικό κοινωνικό κράτος, όπως και ο φασισμός, είναι τα δεκανίκια
της αστικής τάξης.
Έτσι, λοιπόν, η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία
έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί αυτοτελές ιδανικό. Έχει απεμπολήσει, μαζί με
την αστική τάξη, τον επαναστατικό της χαρακτήρα εδώ και εκατονταετίες. Πλέον
αποτελεί ένα απλό, αλλά καίριας σημασίας, ιδεολογικά, στήριγμα των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής/εκμετάλλευσης. Ήδη από το τέλος του 19ου
αιώνα, ο Ένγκελς έγραφε πως ‘από το 1789 μέχρι το 1869 [η δημοκρατία]
αποτελούσε το ιδανικό ενθουσιωδών μαχητών της ελευθερίας, οι οποίοι πάντα
φιλοδοξούσαν να την πετύχουν μέσ’ από σκληρό, αιματηρό αγώνα’.
Η δημοκρατία εμφανίζεται
επιτέλους και στην Ευρώπη ως αυτό που είναι σύμφωνα με τη φύση της και ως αυτό
που αποτελεί πραγματικότητα στην Αμερική -ως η πιο τελειοποιημένη μορφή της
εξουσίας της αστικής τάξης. […] Από
δω και στο εξής η εργατική τάξη δεν μπορεί να έχει πια αυταπάτες για τη φύση
της σύγχρονης δημοκρατίας ως τη μορφή του κράτους στην οποία η εξουσία της
αστικής τάξης επιτυγχάνει την τελική, την πιο τελειοποιημένη της έκφραση.
Ο ίδιος ο Μαρξ αναφέρεται στο Κεφάλαιο στο ρόλο που
έπαιξαν οι νόμοι του αγγλικού Κοινοβουλίου στην άνοδο και εξασφάλισης της
κυριαρχίας από την αστική τάξη. Πιο συγκεκριμένα, στον πρώτο τόμο του
Κεφαλαίου, στο κεφάλαιο για την πρωταρχική συσσώρευση, ο Μαρξ περιγράφει τους
Νόμους για τις ‘περιφράξεις της κοινής γης’ ως καθοριστικής σημασίας για την
δημιουργία μονοπωλίων γεωργικής εκμετάλλευσης. Ακόμη, οι νόμοι του αστικού
κοινοβουλίου στόχευσαν στην προλεταριοποίηση των φτωχών στρωμάτων, μέσω της
απαλλοτρίωσης των μικρο-κτηματιών, της εκδίωξης τους προς τις πόλεις και την
εφαρμογή ‘αιματηρών νόμων ενάντια στην αλητεία’. Όπως γράφει, ‘η νομοθεσία τους
μεταχειριζόταν σαν ‘εθελοντές’ εγκληματίες, ξεκινώντας από την προϋπόθεση πως
εξαρτιόταν από την καλή τους θέληση να εξακολουθούν να ζουν στις παλιές συνθήκες
που δεν υπήρχαν πια’.
Επιπλέον, μία σειρά νόμων ψηφισθέντων από το αστικό
κοινοβούλιο -όπως οι βάρβαροι νόμοι ενάντια στο συνδικαλισμό, νόμοι που
ποινικοποιούσαν την μονομερή διακοπή σύμβαση εργασίας από τον εργάτη, νόμοι που
ρύθμιζαν τον ανώτατο μισθό και βάρβαρα ωράρια εργασίας- φανερώνουν πως ‘μόνο
ενάντια στη θέλησή της, και κάτω από την πίεση των μαζών, η αγγλική βουλή
αναθεώρησε τους νόμους ενάντια στις απεργίες και τα συνδικάτα, αφού προηγούμενα
η ίδια βουλή επί πέντε αιώνες, με ξεδιάντροπο κυνισμό, έπαιζε το ρόλο ενός
μόνιμου συνδικάτου των κεφαλαιοκρατών ενάντια στους εργάτες’.
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία, όμως, είναι ένας
απαραίτητος μηχανισμός, όχι μόνο για την πρωταρχική συσσώρευση και τη
δημιουργία, αλλά και για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής/εκμετάλλευσης. Όπως γράφει ο καθηγητής Γ. Μαργαρίτης, η αστική δημοκρατία ‘αμβλύνει
και οργανώνει τις εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματος -τους ανταγωνισμούς
μεταξύ των ισχυρών παραγόντων της μονοπωλιακής οικονομίας- και καθιστά -σε
κάποιο βαθμό- συνεργό μεγάλο μέρος της κοινωνίας’. Το τελευταίο επιτυγχάνεται
μέσω μιας διπλής ψευδαίσθησης. Από τη μία, την ψευδαίσθηση της ελευθερίας, μέσω
του μηχανισμού της ‘τυπικής ισότητας’, και από την άλλη την ψευδαίσθηση
συμμετοχής στις πολιτικές αποφάσεις. Ο
Λένιν αναφέρεται σε αυτή την ψευδαίσθηση που δημιουργεί το αστικό Κοινοβούλιο
στο έργο ‘Κράτος και Επανάσταση’. Η πραγματικότητα της αστικής κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας είναι πως ‘επιτρέπει στις καταπιεσμένες τάξεις κάθε λίγα χρόνια να
αποφασίζουν ποιοι συγκεκριμένοι αντιπρόσωποι της τάξης των καταπιεστών θα τους
εκπροσωπήσουν και θα τους καταπιέσουν στο Κοινοβούλιο’.
Παρόλαυτα, όπως έχουμε ήδη εξετάσει, σε εποχές
καπιταλιστικής κρίσης, όταν οι ανάγκες συγκέντρωσης του κεφαλαίου καθιστούν
ενοχλητικές τις κατευναστικές διαστάσεις της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η
ίδια η αστική δημοκρατία, μέσω του αστικού Συντάγματος, προβλέπει την άλλη όψη
της δημοκρατικής νομιμότητας: την κατάσταση ανάγκης. Η
δικτατορία και ο φασισμός δεν μπαίνουν από την πίσω πόρτα, αλλά είναι πάντα
εκεί. Η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και η φασιστική δικτατορία είναι οι
δύο εναλλασσόμενες μορφές της δικτατορίας της αστικής τάξης. Το μόνο που
χρειάζεται είναι ο φόβος που προκαλεί το εργατικό κίνημα για να αλλάξει η
αστική τάξη προσωπείο. Τι καλύτερο παράδειγμα από τη ‘δημοκρατική’ άνοδο του
ναζισμού, παράλληλη με αντι-κομμουνιστικά πογκρόμ, στη δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Ο φετιχισμός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εξυπηρετεί
τους ίδιους σκοπούς με την α-ταξική έννοια της ‘λαϊκής κυριαρχίας’.
Αποπροσανατολίζει τα φτωχά, λαϊκά στρώματα από τον δρόμο της αληθινής λαϊκής
κυριαρχίας, τον δρόμο της Λαϊκής Συμμαχίας γύρω από το μοναδικό επαναστατικό
υποκείμενο σε συνθήκες καπιταλισμού, την εργατική τάξη. Προϋπόθεση αυτής είναι η
ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, η ταξική ανάλυση των ιστορικών συνθηκών
και της κοινωνίας, αλλά και των φαινομένων που συμβάλλουν στην αναπαραγωγή των
σάπιων καπιταλιστικών σχέσεων, όπως το ξεπερασμένο ιστορικά κοινοβούλιο.
Το εργατικό
συμβούλιο -Σοβιέτ- της Πετρούπολης
Για αυτό και το ΠΑΜΕ μιλά για την αναγκαιότητα
ανασύνταξης κινήματος ταξικού, ριζωμένου στα εργοστάσια, στους τόπους δουλειάς,
που στοχεύει στην ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης και της πείρας της εργατικής
τάξης και των λαϊκών μαζών, στην οργάνωση και προετοιμασία της εργατικής τάξης
πάνω στο έδαφος των σύγχρονων αναγκών της, για άλλο δρόμο ανάπτυξης, για
ανατροπές σε επίπεδο οικονομίας κι εξουσίας. Αυτό το κίνημα τρέμει η
καπιταλιστική εργοδοσία γιατί μόνο ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να έχει κατακτήσεις και
επιτυχίες.
Η ταξική πάλη, η πάλη στον τόπο εργασίας, είναι η
βάση για την ανάπτυξη των δομών της εργατικής εξουσίας. Η ριζική τομή με τον καπιταλιστικό
τρόπο παραγωγής συνδέεται άμεσα και με την ολική ρήξη με το καπιταλιστικό εποικοδόμημα.
Το ιστορικό παράδειγμα των Σοβιέτ, των εργατικών συμβουλίων, όπου δεν
λειτουργεί η λογική της ανάθεσης, όπου οι εργάτες αποφασίζουν εκπροσωπώντας
εαυτούς, με βάση τις αρχές της άμεσης εκλογής, της ανακλητότητας και του
εργατικού μισθού των αντιπροσώπων, μας διδάσκει ένα σύστημα εξουσίας ανώτερο από
αυτό της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Τα εργατικά συμβούλια είναι η μορφή της δικτατορίας
του προλεταριάτου. Το σύνθημα ‘Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ’ εξέφραζε το 1917 την
αναγκαιότητα της μετατροπής των εργατικών συμβουλίων από ταξικές οργανώσεις στην
αποκλειστική μορφή κρατικής οργάνωσης της εργατικής εξουσίας. Αν δε γίνει αυτό,
αν η εξουσία δεν περάσει στα χέρια του ανώτερου αυτού δημοκρατικού θεσμού, αυτό
θα σημάνει υποταγή των εργατών στην αστική τάξη. Δεν μπορεί να υπάρξει εργατική
εξουσία στο πλαίσιο του αστικού κοινοβουλίου. Δεν μπορεί να υπάρξει εργατική
εξουσία, και πραγματική δημοκρατία, όσο λειτουργεί η λογική της ανάθεσης, όσο
οι εργάτες δεν οργανώνονται στον τόπο εργασίας τους.
Για αυτό και στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ κατοχυρώνεται ως
άμεσος στόχος η εργατική εξουσία θεμέλιο της οποίας είναι η παραγωγική μονάδα,
η κοινωνική υπηρεσία, η διοικητική μονάδα, ο παραγωγικός συνεταιρισμός. ‘Στη
Συνέλευση των εργαζομένων θεμελιώνεται η άμεση και έμμεση εργατική δημοκρατία,
η αρχή του ελέγχου, της απόδοσης ευθύνης και της ανακλητότητας’. Θα επανέλθουμε
σε επόμενη ανάρτηση με διεξοδικότερη ανάλυση της εργατικής εξουσίας, που εκφράζει
μια ανώτερη μορφή δημοκρατίας, με βασικό χαρακτηριστικό της την ενεργητική
συμμετοχή της εργατικής τάξης και γενικότερα του λαού στη διαμόρφωση της
σοσιαλιστικής κοινωνίας, στην επίλυση όλων των παλιών αντιφάσεων και των
κοινωνικών ανισοτήτων, στον έλεγχο της διεύθυνσης των παραγωγικών μονάδων, των
κοινωνικών και διοικητικών υπηρεσιών, όλων των οργάνων εξουσίας από κάτω έως
πάνω.
Είναι φανερό, όμως, ήδη από τα παραπάνω πως μόνο η
ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, μόνο η Λαϊκή Συμμαχία, οργανωμένη γύρω από τη
συνειδητοποιημένη εργατική τάξη, μπορεί να οδηγήσει τα φτωχά λαϊκά στρώματα να
ξεφύγουν από την παραλυτική επίδραση της λογικής της ανάθεσης και το φετιχισμό της κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα ανώνυμα σχόλια δεν δημοσιεύονται. Δεν δημοσιεύονται σχόλια τα οποία θεωρούμε ότι δεν ανταποκρίνονται στην δική μας αντίληψη διαλόγου. Δεν γίνεται αποδεκτός αντικομμουνιστικός, φασιστικός, ρατσιστικός οχετός, καθώς και σχόλια προβοκατόρικου χαρακτήρα κάθε είδους. Οι διαχειριστές θεωρούν δικαίωμά τους την διαγραφή ή μη δημοσίευση οποιουδήποτε σχολίου κατά την κρίση τους και χωρίς υποχρέωση περαιτέρω εξηγήσεων.